Η ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας είναι μια πάθηση που προκαλεί προοδευτική απώλεια της όρασης. Αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες σοβαρής μείωσης της όρασης ενώ σε προχωρημένη μορφή μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση. Η ζημιά που προκαλείται από τον εκφυλισμό της ωχράς κηλίδας συνήθως δεν αναστρέφεται, ενώ η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία μπορούν να βοηθήσουν τόσο στη μείωση του μεγέθους της απώλειας της όρασης όσο και στην σταθεροποίηση της κατάστασης.
Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών, υπάρχουν ωστόσο ορισμένες μορφές της νόσου που μπορεί να προσβάλουν και νεαρότερα άτομα. Η λήψη προληπτικών μέτρων είναι σημαντική για την καλύτερη πορεία της νόσου ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν και βοηθήματα χαμηλής όρασης σε περιπτώσεις προχωρημένης εκφύλισης.
Η πάθηση μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες ενώ η ηλικία, η διατροφή, το κάπνισμα καθώς και η έκθεση στον ήλιο είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση της. Άτομα με θετικό οικογενειακό ιστορικό οφείλουν να κάνουν συχνότερα έλεγχο καθώς ο κίνδυνος να εμφανίσουν την ασθένεια είναι πολύ μεγαλύτερος.
Οι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα όπως
– η θόλωση της όρασης,
-η παραμόρφωση των ευθείων γραμμών
-η δυσκολία ανάγνωσης καθώς γράμματα ή συλλαβές λείπουν από τις λέξεις
-η μείωση της αντίληψης των χρωματικών αντιθέσεων
-η παρουσία σκοτεινών σημείων στην κεντρική όραση
Η διάγνωση γίνεται μόνο από τον οφθαλμίατρο με έλεγχο του αμφιβληστροειδούς με βυθοσκόπηση καθώς και με έλεγχο των αγγείων του βυθού με φλουροαγγειογραφεία και αγγειογραφία με ινδοκυανίνη. Ωστόσο η πλέον συνήθης διαδικασία διάγνωσης είναι η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) που επιτρέπει την ανάλυση όλων των δομών και των στιβάδων στην περιοχή της ωχράς.
Δύο τύποι εκφύλισης της ωχράς κηλίδας υπάρχουν: η ξηρού τύπου (μη- εξιδρωματική ή ατροφική) που είναι η πιο διαδεδομένη και εξελίσσεται αργά και η υγρού τύπου (εξιδρωματική ή νεοαγγειακή) που είναι η λιγότερο συχνή, αποτελεί όμως την πιο σοβαρή μορφή της νόσου και είναι υπεύθυνη για το 90% των περιπτώσεων σοβαρής απώλειας στην όρασης.
Στην εκφύλιση της ωχράς ξηρού τύπου θεραπευτική αγωγή δεν υπάρχει ενώ συνιστάται η λήψη προληπτικών μέτρων και ο συχνός έλεγχος για ανίχνευση αλλαγών στην όραση. Ο κίνδυνος μετατροπής της σε υγρού τύπου είναι περίπου 30% ενώ για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου συνίσταται η λήψη ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής και πολυβιταμινούχων σκευασμάτων σε συνεννόηση με τον οφθαλμίατρο, η διακοπή του καπνίσματος, η χρήση γυαλιών ηλίου, η ρύθμιση της πίεσης και της χοληστερίνης και ο συχνός αυτοέλεγχος με χρήση του πίνακα του Amsler.
Για την εκφύλιση υγρού τύπου, χρησιμοποιούνται αναστολείς του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα VEGF, οι οποίοι περιορίζουν την ανάπτυξη των ανώμαλων αγγείων, ελέγχουν τη διαρροή και τη διόγκωση και δεν καταστρέφουν τα φυσιολογικά αγγεία του αμφιβληστροειδούς. Η χορήγηση γίνεται με ενδουαλοειδική ένεση σε συνθήκες αποστείρωσης, η διαδικασία διαρκεί ελάχιστα, είναι ανώδυνη και δεν χρειάζεται παραμονή στο νοσοκομείο. Το θεραπευτικό σχήμα αποτελείται από τρεις μηνιαίες εκχύσεις, μία κάθε μήνα για του τρεις πρώτους μήνες και επαναλαμβάνονται ανάλογα με την πορεία της νόσου. Οι ενέσεις γίνονται ανά διαστήματα 4-6 εβδομάδων και μπορεί να χρειαστούν αρκετές έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το σημαντικότερο είναι η θεραπεία να αρχίσει με τα πρώτα συμπτώματα της πάθησης για καλύτερα αποτελέσματα.
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή θεραπεία της Εκφύλισης Ωχράς Κηλίδας είναι μεγάλης σημασίας. Για το λόγο αυτό, αν εμφανίσετε αλλαγές στην όρασή σας, επικοινωνήστε μαζί μας.