Οι ενέσεις anti-VEGF χορηγούνται για τη θεραπεία παθήσεων του αμφιβληστροειδούς, κατά τις οποίες λόγω της ύπαρξης ανώμαλων αγγείων παρατηρείται διαρροή υγρού μέσα ή κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Η διαρροή του υγρού μπορεί να προκαλέσει απώλεια της κεντρικής όρασης. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν να χορηγηθούν ενέσεις anti-VEGF μέσα στον οφθαλμό και συγκεκριμένα στο οπίσθιο ημιμόριο, προκειμένου να σταματήσουμε την ανάπτυξη αυτών των αγγείων και την διαρροή υγρού. Η θεραπεία αυτή είναι εξαιρετικά αποτελεσματική και βοηθά στην διατήρηση της κεντρικής όρασης.

Παθήσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι ενέσεις

  • Ηλικιακή εκφύλιση ωχράς υγρού τύπου
  • Διαβητικό οίδημα της ωχράς
  • Απόφραξη φλέβας αμφιβληστροειδούς
  • Μυωπική χοριοειδική νεοαγγείωση
  • Άλλες καταστάσεις που προκαλούν διαρροή υγρού στον αμφιβληστροειδή

Ηλικιακή εκφύλιση ωχράς

Η ηλικιακή εκφύλιση ωχράς είναι η κυρία αιτία απώλειας όρασης σε άτομα άνω των 50 ετών. Η ωχρά είναι μια μικρή περιοχή στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς που είναι εξαιρετικά σημαντική επειδή αφορά την κεντρική όραση. Με αυτό το τμήμα του αμφιβληστροειδούς, μπορούμε να διακρίνουμε λεπτομέρειες στο κέντρο του οπτικού πεδίου. Ασθενείς με ηλικιακή εκφύλιση ωχράς, λόγω βλάβης της ωχράς, χάνουν την ικανότητα να βλέπουν λεπτομέρειες κοντά αλλά και μακριά. Επηρεάζεται μόνο η κεντρική όραση, ενώ η περιφερική συνήθως δεν επηρεάζεται. Για παράδειγμα, όταν οι ασθενείς κοιτάζουν ένα ρολόι, μπορούν να δουν το περίγραμμα του ρολογιού αλλά δεν μπορούν να δουν την ώρα. Επίσης δυσκολεύονται στο να δουν και να αναγνωρίσουν πρόσωπα.

Υπάρχουν δυο τύποι ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς:

1. Ξηρού τύπου. Αφορά το 75% των ασθενών με ηλικιακή εκφύλιση ωχράς. Σε πρώιμα στάδια συνήθως δεν επηρεάζει σημαντικά την όραση.

2. Υγρού τύπου. Σε αυτή τη μορφή παρατηρείται ανάπτυξη παθολογικών αγγείων κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Από αυτά τα αγγεία μπορεί να διαρρέει υγρό καθώς και αίμα, προκαλώντας σταδιακά μόνιμες αλλοιώσεις και βλάβη της ωχράς και συνεπώς προκαλείται απώλεια της κεντρικής όρασης. Η περιφερική όραση συνήθως δεν επηρεάζεται.

Υπάρχει και μια μορφή που ανήκει στον ξηρό τύπο και ονομάζεται ‘’Γεωγραφική ατροφία’’ και στην οποία παρατηρείται ολοκληρωτική εκφύλιση της στοιβάδων του αμφιβληστροειδούς στην ωχρά, χωρίς να υπάρχει διαρροή υγρού.

Διαβητικό οίδημα ωχράς

Σε διαβητικούς ασθενείς, λόγω των υψηλών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, προκαλείται βλάβη στα αγγεία. Στη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, τα πρώτα αγγεία που επηρεάζονται από τον διαβήτη είναι τα πολύ μικρά αγγεία που λέγονται τριχοειδή. Όταν δημιουργηθεί βλάβη σε αυτά τα τριχοειδή αγγεία, προκαλείται διαρροή υγρού στην ωχρά κηλίδα. Η προοδευτική διαρροή υγρού στην ωχρά προκαλεί το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας.

Μυωπική χοριοειδική νεοαγγείωση

Μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με πολύ υψηλή μυωπία. Σε υψηλούς μύωπες, ο οφθαλμός έχει μεγαλύτερο μέγεθος (μεγαλύτερο αξονικό μήκος) με αποτέλεσμα ο αμφιβληστροειδής να εκπτύσσεται (να ‘τεντώνεται’), να γίνεται έτσι πιο λεπτός και επιρρεπής στη δημιουργία ρωγμών. Αν σχηματιστούν ρωγμές, τότε αγγεία από τον χοριοειδή (που είναι η στοιβάδα κάτω από τον αμφιβληστροειδή) μπορούν να περάσουν και να αναπτυχθούν κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Αυτά τα αγγεία ονομάζονται νεοαγγεία. Τα νεοαγγεία είναι παθολογικά αγγεία και από αυτά μπορεί να παρατηρείται διαρροή υγρού καθώς και αίματος. Λόγω αυτής της διαρροής προκαλείται βλάβη στην ωχρά και την κεντρική όραση.

Απόφραξη φλέβας αμφιβληστροειδούς

Η απόφραξη μπορεί να συμβεί λόγω της δημιουργίας θρόμβου, λόγω πίεσης από μια αρτηρία που περνά πάνω από τη φλέβα, καθώς επίσης λόγω φλεγμονώδους νόσου. Η θρόμβωση αυτή όταν συμβεί στην κεντρική φλέβα, λέγεται απόφραξη κεντρικής φλέβας αμφιβληστροειδούς. Εάν συμβεί σε έναν από τους κλάδους, λέγεται απόφραξη κλαδικής φλέβας του αμφιβληστροειδούς. Λόγω της απόφραξης, αυξάνεται η πίεση στα λεπτά αγγεία με αποτέλεσμα να διαρρέει υγρό και αίμα μέσα στον αμφιβληστροειδή και έτσι δημιουργείται το οίδημα της ωχράς. Εκτός από το οίδημα, τη λειτουργία της ωχράς επηρεάζει η μειωμένη ροή αίματος και συνεπώς μειωμένη παροχή οξυγόνου, καθώς επίσης και η συνυπάρχουσα φλεγμονή.